-
1 ἀμβλυώσσω
A to be short-sighted, have weak sight, Hp.Prorrh.2.42, etc., Pl.R. 508c, al., Hp.Mi. 374d; ἀ. πρὸς τὸ φῶς to be dazzled by it, Luc. Cont.1, cf. Jul.Or.5.163a;ἀ. τὰ τηλικαῦτα Luc. Tim.27
;τὸ τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον Plu.2.13e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβλυώσσω
См. также в других словарях:
λαιμάσσω — και λαιμώσσω, αττ. τ. λαιμάττω (Α) τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + επίθημα άσσω (πρβλ. σπαρ άσσω). Ο τ. λαιμώσσω < λαιμός + επίθημα ώσσω, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώσσω, καρδι ώσσω)] … Dictionary of Greek