Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀμβλυώττω

См. также в других словарях:

  • αμβλυώττω — ἀμβλυώττω και ώσσω (Α) 1. έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι αμβλύωπας 2. θαμπώνομαι, σαστίζω 3. (το ουδ. τής μτχ. τού ενεστ. ως ουσ.) τό ἀμβλυώττον ο αμβλυωγμός* 4. φρ. «ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς», θαμπώνομαι, τυφλώνομαι από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀμβλυώττω — ἀμβλυώσσω to be short sighted pres subj act 1st sg (attic) ἀμβλυώσσω to be short sighted pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλυφαώ — ἀμβλυφαῶ ( έω) (Α) [*ἀμβλυφαής] ἀμβλυώττω* …   Dictionary of Greek

  • αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0787 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c չ. ՎԱՏԵՄ ՎԱՏԻՄ. ἁμβλύνομαι, ἁμβλυώττω, σσω , ἁμβλυωπέω hebetor, obtundor, caecutio. Վատանալ աչաց՝ այսինքն տկարանալ ʼի ծերութենէ. վատիլ տեսութեան, նուազիլ, պակասիլ, կասիլ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»