-
1 αμβλυωπέστατος
-
2 ἀμβλυωπέστατος
См. также в других словарях:
ἀμβλυωπέστατος — ἀμβλυωπής weakening sight masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμβλυωπέστατος
2 ἀμβλυωπέστατος
ἀμβλυωπέστατος — ἀμβλυωπής weakening sight masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)