Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀμαϑόεις

См. также в других словарях:

  • αμαθόεις — ἀμαθόεις, εσσα, εν (Α) ημαθόεις*, αμμουδερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαθος (ΙΙ) + παραγ. κατάλ. όεις] …   Dictionary of Greek

  • άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ημαθόεις — ἠμαθόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. τ. τού αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»