-
1 ἀμαθόεις
-
2 ἀμαθόεις
-
3 ἠμαθόεις
ἠμαθόεις, εσσα, εν, ep. statt ἀμαϑόεις von ἄμαϑος, sandig; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 παραϑαλάσσιος erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαϑος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form ἠμαϑόεις; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαϑόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.
См. также в других словарях:
αμαθόεις — ἀμαθόεις, εσσα, εν (Α) ημαθόεις*, αμμουδερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαθος (ΙΙ) + παραγ. κατάλ. όεις] … Dictionary of Greek
άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… … Dictionary of Greek
ημαθόεις — ἠμαθόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. τ. τού αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek