-
1 αμαύρωμα
-
2 ἀμαύρωμα
-
3 ἀμαύρωμα
-
4 αμαυρωμα
-
5 ἀμαύρωμα
ἀμαύρωμα, Verdunklung; übh. Schwächung -
6 αμαύρωμα
τό1) потускнение, помрачение; 2) мед. амавроз; 3) перен. поношение -
7 ἀμαύρωμα
A obscuration, of sun, Plu.Caes.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαύρωμα
-
8 αμαύρωση
[-ις (-εως)] η см. αμαύρωμα
См. также в других словарях:
ἀμαύρωμα — obscuration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαύρωμα — το (Α ἀμαύρωμα) νεοελλ. κηλίδωση, σπίλωση τής φήμης, τού ονόματος αρχ. (για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ βλ. ἀμαυρώνω] … Dictionary of Greek
αμαύρωμα — το, ατος σκοτείνιασμα, θάμπωμα: Αυτό το αμαύρωμα της υπόληψής του δεν το ανεχόταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαυρώνω — (Α ἀμαυρῶ όω) αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές 2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω 3. καταστρέφω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός. ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση,… … Dictionary of Greek