-
1 αμαλών
-
2 ἀμαλῶν
См. также в других словарях:
ἀμαλῶν — ἀμάλη fem gen pl ἀμαλός soft fem gen pl ἀμαλός soft masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ερμάνριχος ή Ερμανάριχος — (Ermanric ή Ermanarich, ; – 375 μ.Χ.). Βασιλιάς των Οστρογότθων. Καταγόταν από το γένος των Αμαλών. Ήταν αρχηγός της ένωσης των φυλών, στην οποία πρωτοστατούσαν οι Οστρογότθοι. Η ένωση αυτή πραγματοποιήθηκε στις βόρειες περιοχές της Μαύρης… … Dictionary of Greek