Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμαθῆ

См. также в других словарях:

  • ἀμαθῆ — ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμαθής ignorant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμαθής ignorant masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμάθη — Ἀμάθης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀμαθῆ — ἀμαθῆ , ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμαθῆ , ἀμαθής ignorant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμαθῆ , ἀμαθής ignorant masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ненаоученыи — (4*) пр. Ненаученный: да не обрѧщеш(и) въ времѧ подвига. раслаблено ср(д)це имыи. ненаѹчено раслаблено. ПНЧ XIV, 30а; ненаѹченыи. и безумныи. иже тако провѣщеваѥть. (ἀμαϑῶς) ФСт XIV, 38а; ѹне ти ѥсть поздѣ ѹченѹ нарещисѧ, нежели ненаѹченѹ быти.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

  • μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Υδραποστάτες — Χριστιανική αίρεση της οποίας οι οπαδοί, στη Συρία και Μεσοποταμία, απέρριπταν τον γάμο, θεωρώντας τον γαμήλιο βίο ως «φθοράν και πορνείαν», δεν έτρωγαν σάρκες ζώων και δεν έπιναν κρασί, το οποίο δε μεταχειρίζονταν ούτε στη Θεία Eυχαριστία.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»