-
1 Αμάθη
-
2 Ἀμάθη
-
3 αμαθή
ἀμαθήςignorant: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμαθήςignorant: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμαθήςignorant: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
4 ἀμαθῆ
ἀμαθήςignorant: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμαθήςignorant: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμαθήςignorant: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 καμαθή
ἀμαθῆ, ἀμαθήςignorant: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμαθῆ, ἀμαθήςignorant: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμαθῆ, ἀμαθήςignorant: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
6 κἀμαθῆ
ἀμαθῆ, ἀμαθήςignorant: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμαθῆ, ἀμαθήςignorant: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμαθῆ, ἀμαθήςignorant: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
7 νυστάζω
Aἐνύσταξα Thphr.Char.7.8
, LXX 2 Ki.4.6, al. ;ἐνύστασα Dionys.Com.2.43
, AP12.135 (Asclep.):— mostly [tense] pres., to be half asleep, doze,νυστάζοντα οὐδένα ἂν ἴδοις X.Cyr. 8.3.43
; ;ὀφθαλμοὶ πλέοντες ὥσπερ τῶν νυσταζόντων Hp.Epid.7.17
; οὐχὶ νυστάζειν ἔτι ὥρα ’στίν Ar.Av. 639, cf. Xenarch.2.1, Com.Adesp.185 ;νυστάζοντος δικαστοῦ Pl.R. 405c
: metaph., ; ; ἔν τινι in a thing, Plu.2.675b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυστάζω
-
8 ἀμαθής
ἀμαθής, ές (Hdt., Eur., Aristoph. et al.; PMert 82, 21 [II A.D.] Epict., Ench. 48, 3; Ps 48:11 Sym.; Philo; Jos., Ant. 12, 191; Tat. 35, 2; Ath.; Iren. 3, 11, 9 [Harv. II 50, 12]) ignorant (w. ἀστήρικτος) of incompetent interpreters 2 Pt 3:16 (cp. Plut., Mor. 25c ἐν πᾶσιν ἁμαρτωλὸν εἶναι τὸν ἀμαθῆ).—DELG s.v. μανθάνω. M-M.
См. также в других словарях:
ἀμαθῆ — ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμαθής ignorant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμαθής ignorant masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμάθη — Ἀμάθης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμαθῆ — ἀμαθῆ , ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμαθῆ , ἀμαθής ignorant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμαθῆ , ἀμαθής ignorant masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ненаоученыи — (4*) пр. Ненаученный: да не обрѧщеш(и) въ времѧ подвига. раслаблено ср(д)це имыи. ненаѹчено раслаблено. ПНЧ XIV, 30а; ненаѹченыи. и безумныи. иже тако провѣщеваѥть. (ἀμαϑῶς) ФСт XIV, 38а; ѹне ти ѥсть поздѣ ѹченѹ нарещисѧ, нежели ненаѹченѹ быти.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
Υδραποστάτες — Χριστιανική αίρεση της οποίας οι οπαδοί, στη Συρία και Μεσοποταμία, απέρριπταν τον γάμο, θεωρώντας τον γαμήλιο βίο ως «φθοράν και πορνείαν», δεν έτρωγαν σάρκες ζώων και δεν έπιναν κρασί, το οποίο δε μεταχειρίζονταν ούτε στη Θεία Eυχαριστία.… … Dictionary of Greek