-
1 αμαθής
-
2 Αμάθης
-
3 Ἀμάθης
-
4 αμαθης
21) непросвещенный, неученый, невежественный(τινος Thuc., Eur., περί τινος, πρός τι и τι Plat.)
ὄνειδος ἀμαθές Eur. — неосновательное порицание2) тупой, непонятливый(ὗς ἄγριος Arst.)
3) грубый(παρρησία Eur.; δύναμις Plut.)
4) неведомыйἀ. ἔρρει Eur. — он погиб без вести
-
5 ἀμαθής
ἀμαθής, ές (Hdt., Eur., Aristoph. et al.; PMert 82, 21 [II A.D.] Epict., Ench. 48, 3; Ps 48:11 Sym.; Philo; Jos., Ant. 12, 191; Tat. 35, 2; Ath.; Iren. 3, 11, 9 [Harv. II 50, 12]) ignorant (w. ἀστήρικτος) of incompetent interpreters 2 Pt 3:16 (cp. Plut., Mor. 25c ἐν πᾶσιν ἁμαρτωλὸν εἶναι τὸν ἀμαθῆ).—DELG s.v. μανθάνω. M-M. -
6 ἀμαθής
Βλ. λ. αμαθής -
7 ἁμαθής
Βλ. λ. αμαθής -
8 ἀμαθής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀμαθής
-
9 αμαθής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αμαθής
-
10 αμαθής
ης, ες 1. неграмотный, невежественный; незнающий, несведущий;2. (ο) невежда, неуч -
11 ἀμαθής
неученый, невежественный, непросвещенный; как сущ. невежда.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀμαθής
-
12 ἀμαθής
невежественный, необразованный, неуч -
13 αμαθής
[аматис] εκ. неграмотный, незнающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμαθής
-
14 αμαθής
[аматис] επ неграмотный, незнающий. -
15 ἀμαθής
A ignorant, stupid, Hdt.1.33, Democr.169, etc.;ἔθνεα ἀμαθέστατα Hdt.4.46
;ἀνὴρ πένης, εἰ καὶ γένοιτο μὴ ἀ. E. Supp. 421
, al., Ar.Nu. 135;ἀ. καὶ βδελυρός Id.Eq. 193
;ἀμαθεστάτους πάντων ἀνθρώπων And.2.2
;ἀ. τὴν [ἐκείνων] ἀμαθίαν Pl.Ap. 22e
; opp. δεξιός, Th.3.82; of animals, such as wild boars, unmanageable,θυμώδη καὶ ἀ. Arist.HA 488b14
: c. gen. rei, without knowledge of a thing, unlearned in it,- έστερος τοῦ καλοῦ E.Or. 417
;λῃστείας Th. 4.41
, cf. 3.37;ἀ. περί τινος Pl.Erx. 394e
; τι La. 194d; . Adv. - θῶς ignorantly, through ignorance, : [comp] Comp. -έστερον, τῶν νόμων ὑπεροψίας παιδεύεσθαι to be educated with too little learning to despise the laws, Th.1.84; less learnedly,Ar.
Ra. 1445.b of moral defects, unfeeling, inhuman,ἀ. τις εἶ θεός E.HF 347
. -
16 ἀμαθής
-
17 αμαθής
ignorantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αμαθής
-
18 bilgisiz
αμαθής, αδαής, απαίδευτος -
19 αμαθέστατ'
ἀμαθέστατα, ἀμαθήςignorant: adverbial superlἀμαθέστατα, ἀμαθήςignorant: neut nom /voc /acc superl plἀμαθέστατε, ἀμαθήςignorant: masc voc superl sgἀμαθέσταται, ἀμαθήςignorant: fem nom /voc superl pl -
20 ἀμαθέστατ'
ἀμαθέστατα, ἀμαθήςignorant: adverbial superlἀμαθέστατα, ἀμαθήςignorant: neut nom /voc /acc superl plἀμαθέστατε, ἀμαθήςignorant: masc voc superl sgἀμαθέσταται, ἀμαθήςignorant: fem nom /voc superl pl
См. также в других словарях:
ἁμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθής — ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμάθης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαθής — ές (Α ἀμαθής) 1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός) 2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος 3. ανόητος, βλάκας αρχ. 1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος 2.… … Dictionary of Greek
αμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, απαίδευτος: Θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο, αλλά ήταν αμαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρεῖττον ὀψιμαθὴς ἢ ἀμαθής. — См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀμαθῆ — ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμαθής ignorant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμαθής ignorant masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθέστερον — ἀμαθής ignorant adverbial comp ἀμαθής ignorant masc acc comp sg ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθεστάτων — ἀμαθής ignorant fem gen superl pl ἀμαθής ignorant masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθεστέρων — ἀμαθής ignorant fem gen comp pl ἀμαθής ignorant masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)