-
1 αμάρυγμα
-
2 ἀμάρυγμα
-
3 ἀμάρυγμα
ἀμάρυγμα, τό, leichte, anmuthige Bewegung, χαρίτων Hes. frg. 160; vielleicht auch von dem Glanz der Augen, wie ἡλίου Ap. Rh. 4, 847; ἀμαρύγματα βάλλειν ἐπί τινα 3, 288; χείλεος, Zucken der Lippe, Theocr. 23, 7. Uebertr., ἀρετῶν ἀμαρύγματα φέρειν Ep. ad. 690 (VII, 343).
-
4 αμαρυγμα
-
5 ἀμάρυγμα
A sparkle, twinkle,ἀ. λάμπρον προσώπω
flashing, radiant glance,Sapph.
Supp.5.18, cf. A.R.3.288; of changing colour, and light, AP5.258 (Paul. Sil.); διδύμης ἀ. χροιῆς, of gems, Tryph.71, etc.; of any quick, light motion, Χαρίτων ἀμαρύγματ' ἔχουσα with the flashing steps of Graces, Hes.Fr.21,94; of wrestling,ἀ. πάλας B.8.36
; ἀ. χείλεος quivering of the lip, Theoc. 23.7: metaph.,τῶν πισύρων ἀρετῶν ἀμαρύγματα AP7.343
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμάρυγμα
-
6 ἀμάρυγμα
ἀμάρυγμα, leichte, anmutige Bewegung; Glanz der Augen; Zucken der Lippe -
7 αμαρύγματ'
ἀμαρύγματα, ἀμάρυγμαsparkle: neut nom /voc /acc plἀμαρύγματι, ἀμάρυγμαsparkle: neut dat sgἀμαρύγματε, ἀμάρυγμαsparkle: neut nom /voc /acc dual -
8 ἀμαρύγματ'
ἀμαρύγματα, ἀμάρυγμαsparkle: neut nom /voc /acc plἀμαρύγματι, ἀμάρυγμαsparkle: neut dat sgἀμαρύγματε, ἀμάρυγμαsparkle: neut nom /voc /acc dual -
9 αμαρυγμάτων
-
10 ἀμαρυγμάτων
-
11 αμαρύγμασι
-
12 ἀμαρύγμασι
-
13 αμαρύγμασιν
-
14 ἀμαρύγμασιν
-
15 αμαρύγματα
-
16 ἀμαρύγματα
-
17 αμαρύγματι
-
18 ἀμαρύγματι
-
19 αμαρύγματος
-
20 ἀμαρύγματος
См. также в других словарях:
αμάρυγμα — ἀμάρυγμα, το (Α) [ἀμαρύσσω] 1. λάμψη, σπιθοβόλημα 2. μεταβαλλόμενο χρώμα και φως 3. ζωηρή και ανάλαφρη κίνηση 4. (για τα χείλη) παλμώδης κίνηση 5. φρ. «ἀμάρυγμα λάμπρον προσώπῳ» (Σαπφώ), αστραφτερό, ακτινοβόλο βλέμμα … Dictionary of Greek
ἀμάρυγμα — sparkle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρυγμάτων — ἀμάρυγμα sparkle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρύγμασι — ἀμάρυγμα sparkle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρύγμασιν — ἀμάρυγμα sparkle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρύγματα — ἀμάρυγμα sparkle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρύγματι — ἀμάρυγμα sparkle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρύγματος — ἀμάρυγμα sparkle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρύγματ' — ἀμαρύγματα , ἀμάρυγμα sparkle neut nom/voc/acc pl ἀμαρύγματι , ἀμάρυγμα sparkle neut dat sg ἀμαρύγματε , ἀμάρυγμα sparkle neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρύσσω — ἀμαρύσσω (Α) (ενεργ. και μεσ.) αστράφτω, λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθεματικό και θ. μαρ (πρβλ. μαρμαίρω «φωτίζω, αστράφτω») + επίθημα ύσσω (πρβλ. θωΰσσω «γαβγίζω»). ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρυγμα αρχ. μσν. ἀμαρυγή μσν. ἀμάρυξις] … Dictionary of Greek
ποικιλοεργός — όν, Μ αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς ἀνήρ... ἀμάρυγμα φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.) 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει έπειτα από μια σειρά πολλών και διαφορετικών εργασιών… … Dictionary of Greek