Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμάρακος

См. также в других словарях:

  • Αμάρακος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Κίναρου, θεού της Κύπρου, αδελφός του Κουρίου. Ήταν φημισμένος αρωματοποιός. Σύμφωνα με την παράδοση, κάποτε μετέφερε αλάβαστρο που περιείχε ένα από τα καλύτερα μυρωδικά του· του έπεσε όμως από τα χέρια και έσπασε·… …   Dictionary of Greek

  • ἀμάρακος — ἀμά̱ρακος , ἀμάρακον marjoram masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάρακος ο δίκταμνος — Επιστημονική ονομασία του φυτού δίκταμος. Λέγεται και ορίγανον ο δίκταμνος …   Dictionary of Greek

  • майоран — майеран – пряное растение Origanum mаiоrаnа . Через нов. в. н. Маjоrаn из ср. лат. mаiоrаnа, которое восходит к лат. аmаrасus – то же, греч. ἀμάρακος (Феофраст); см. М. Любке 31; Клюге Гётце 371 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • amáraco — (del lat. «amarӑcus», del gr. «amárakos») m. *Mejorana (planta labiada). * * * amáraco. (Del lat. amarăcus, y este del gr. ἀμάρακος). m. mejorana …   Enciclopedia Universal

  • ανθεμίς — η (ΑΝ) [άνθεμον] ονομασία για πολλά ποώδη φυτά (οικ. Σύνθετα), αγριοχαμομήλι, μαργαρίτα μσν. αμάρακος, ματζουράνα αρχ. (γενικά) το άνθος …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • ματζουράνα — Κοινή ονομασία πολυετούς θαμνώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Origanum majorana ήMajorana hortensis. Πρόκειται για φρύγανο, το ύψος του οποίου φτάνει τα 30 60 εκ. Ο βλαστός του είναι… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • φλησκούνι — Φυτό γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ηδύοσμας ο γλήχων. Τα φύλλα του φυτού αυτού χρησιμοποιούνται ως αφέψημα, κυρίως για τις διαταραχές του στομάχου. Ένα άλλο είδος, ο αμάρακος ή αγριοφλησκούνι, είναι πολυετές, μικρού μεγέθους φρύγανο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»