-
1 αμάδα
-
2 ἁμάδα
-
3 ἀμίς
-
4 ἄμαλα
-
5 halka
κρίκος, αμάδα, δαχτυλίδι
См. также в других словарях:
αμάδα — η 1. μικρή επίπεδη πέτρα σε σχήμα δίσκου που παίζεται στο παιχνίδι αμάδες 2. στον πληθ. οι αμάδες α) είδος παιχνιδιού β) «τις αμάδες θα παίξουμε;». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. σαμάδα < σημάδα, παράλλ. τ. τής λ. σημάδι «ο… … Dictionary of Greek
αμάδα — η 1. στρογγυλή ίσια πέτρα με την οποία παίζουν τα παιδιά. 2. στον πληθ., οι αμάδες το παιχνίδι στο οποίο χρησιμοποιείται η αμάδα: Βρήκαν τον Κολοκοτρώνη να παίζει, μ άλλους κλέφτες, τις αμάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁμάδα — ἐμάδᾱ , μαδάω to be moist imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαδάς — ο αυτός που ρίχνει την αμάδα κατά το παιχνίδι αμάδες (βλ. αμάδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάδα + παραγ. κατάλ. άς] … Dictionary of Greek
αΐδα — και άιδα και άιτα, η 1. βοήθεια, περίθαλψη, περιποίηση 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι, που παίζεται με αμάδες 3. η ίδια η αμάδα ή γενικά κάθε αμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. aida «βοήθεια»] … Dictionary of Greek
αμαδάκι — το μικρή αμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάδα + υποκορ, κατάλ. άκι] … Dictionary of Greek
αμαδωτός — ή, ό ο πλακουτσωτός σαν αμάδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάδα + παραγ. κατάλ. ωτός] … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
αμάδες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 245 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρδαμύλων. * * * οι πληθ. τού αμάδα … Dictionary of Greek
αμάδι — το το παιχνίδι αμάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ, τού ουσ. αμάδα] … Dictionary of Greek
αμαδίτσα — η το παιχνίδι αμάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάδα + υποκορ, κατάλ. ίτσα] … Dictionary of Greek