Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀλῡπία

См. также в других словарях:

  • αλυπία — ἀλυπία, η (Α) [ἄλυπος] απουσία λύπης ή πόνου, απαλλαγή από λύπη ή πόνο 2. το να μην αισθάνεσαι τη λύπη ή τον πόνο 3. πρόληψη ή αποφυγή τής λύπης …   Dictionary of Greek

  • ἀλυπία — ἀλῡπίᾱ , ἀλυπία freedom from pain fem nom/voc/acc dual ἀλῡπίᾱ , ἀλυπία freedom from pain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυπίᾳ — ἀλῡπίᾱͅ , ἀλυπία freedom from pain fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλυπία — η έλλειψη στενοχώριας, λύπης: Οι στωικοί φιλόσοφοι μιλούσαν για τέχνη αλυπίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλυπος — (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420 380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των… …   Dictionary of Greek

  • ἀλυπίας — ἀλῡπίᾱς , ἀλυπία freedom from pain fem acc pl ἀλῡπίᾱς , ἀλυπία freedom from pain fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СПЕВСИПП —          (ок. 407 до н. э., Афины, 339, там же), др. греч. философ платоник. Сын сестры Платона Потоны, его преемник по руководству Академией. Писал трактаты и диалоги. Важнейшие среди его соч. (30 названий, по Диогену Лаэртию, IV 4 5, к этому… …   Философская энциклопедия

  • ἀλυπίαι — ἀλῡπίᾱͅ , ἀλυπία freedom from pain fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυπίαν — ἀλῡπίᾱν , ἀλυπία freedom from pain fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БЛАГО — [греч. τὸ ἀγαθόν, τὸ εὖ, τὸ καλόν; лат. bonum, bonitas], конечный (предельный) предмет стремления человека, движение к к рому не нуждается в дальнейшем обосновании; в богословии одно из Божественных имен (см. Имя Божие). Как философская категория …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»