-
1 αλη
(ᾰ) ἥ1) блуждание, странствование(ἄ. καὴ πῆμα Hom.; ἄ. καὴ φυγαί Plut.)
ἄλαισι πλαγχθεῖς Eur. — скитаясь2) толпа в смятении, смятенная толпа(βροτῶν ἄλαι Aesch.; νεκρῶν ἄ. Soph.)
3) помешательство, безумие(θεία ἄ. Plat.)
ἄλῃ Eur. — в состоянии безумия -
2 χλωρ(ι)άλη
η хим. хлорал -
3 χλωρ(ι)άλη
η хим. хлорал -
4 υπέρμεγας
άλη, α чрезвычайно большой, огромный, громадный -
5 ακομιστια
-
6 καταπιπτω
(fut. καταπεσοῦμαι, aor. κατέπεσον - эп. κάππεσον)1) падать(ἀφ΄ ὑψηλοῦ πύργου Hom.; ἀπὸ τῆς κλίμακος Arph.; ἐν κονίῃσι, ἐπὴ γαίῃ Hom., ἐπὴ τῆς γῆς Xen. и εἰς τέν γῆν NT.)
πληγεὴς κατέπεσεν Lys. — от удара он упал;κατέπεσε νεκρός NT. — он упал мертвым2) бросаться, кидатьсяπρηνές ἁλὴ κάππεσε Hom. — (Одиссей) бросился стремглав в море
3) падать, погибать, гибнуть4) перен. попадать, впадать(εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν Plat.; πρὸς οἴκτους καὴ ὀλοφυρμούς Plut.)
5) перен. (о духе или духом) падать, приходить в уныниеπᾶσιν παραὴ ποσὴ κάππεσε θυμός Hom. — у всех (данайцев) дух упал6) (тж. κ. πρὸς τέν σελήνην Luc.) страдать падучей болезнью Luc.7) слипаться(τὰ βλέφαρα καταπίπτει Arst.)
-
7 παιω
(fut. παίσω, реже παιήσω)1) бить, ударять(τινὰ μάστιγι Soph.)
πὺξ παιόμενος Lys. — избитый кулаками;παῖε πᾶς! Eur., Arph. — бей вовсю!;π. διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. — наносить двойной удар;ἐπαίσατο τὸν μηρόν Xen. — (Кир) хлопнул себя по бедрам;π. ἅλμην Aesch., Eur. — ударять море (веслами), т.е. грести;π. τινὰ ἐς τέν γῆν Her. — (ударами) повалить кого-л. на землю;π. ἐφ΄ ἁλὴ τὰν μᾶδδαν Arph. — стучать хлебом по соли, т.е. питаться хлебом и солью2) поражать(τινὰ μαχαίρᾳ Soph.; τινὰ πρὸς ἧπαρ φασγάνῳ Eur.; π. εἰς τὰ στέρνα и κατὰ τὸ στέρνον Xen.; ῥοπάλῳ π. τινὰ τὸ νῶτον Arph.)
π. ἐπὴ νόσῳ νόσον Soph. — наносить рану на рану, т.е. к старой ране прибавлять новую;π. τινὰ ἐν κάρᾳ μέγα βάρος Soph. — обрушить на чью-л. голову страшную тяжесть, т.е. тяжко покарать кого-л.;π. τοῖς ῥήμασι Arph. — громить речами3) жалить(ὅταν παίσῃ ἄνθρωπον, sc. ὅ σκορπίος NT.)
4) вонзать(ξίφος λαιμῶν εἴσω Eur.)
5) прогонять, отгонять(τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας Arph.)
6) Arph. = βινέω См. βινεω7) ударяться, натыкаться(στήλην Soph.; πρὸς τὰς πέτρας Xen.)
; перен. биться(πρὸς κύμασιν ἄτης Aesch.)
См. также в других словарях:
ἅλη — ἄλη , ἄλη wandering fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱λη , ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄλη , ἀλέω grind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἔλη , ἐλαύνω drive pres imperat act 2nd sg (epic doric) ἔλη , λάω 1 imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek
αλή — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek
ἁλή — salt works fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλη — wandering fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱λη , ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλέω grind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) εἴλω shut in aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλῃ — ἄλη wandering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλη — Χημ. κατάληξη οργανικών ενώσεων που περιέχουν αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) στο μόριό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη, με την οποία σχηματίζονται στην επιστημονική ορολογία όροι χημικών συστατικών, σύνθετων με αλδεΰδες, απ όπου αποσπάστηκε το … Dictionary of Greek
ἁλῇ — ἅλλομαι sal fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἁλή salt works fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλή μπέης — Όνομα διαφόρων Τούρκων αξιωματούχων που είχαν έμμεση ή άμεση σχέση με την ιστορία του Ελληνισμού. 1. Ναύαρχος (17oς αι.). Πήρε μέρος στον 25ετή πόλεμο (1644 69) ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς για την κατοχή της Κρήτης. Οι Βενετοί, για… … Dictionary of Greek
Αλή Τσεκούρας — (; – 1821).Τούρκος φοροεισπράκτορας (σπαής) από την Τρίπολη, ονομαστός για τη θηριωδία του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλή Τεσούκης ή Ντελής και έδρασε στην Πελοπόννησο στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Το παρωνύμιό του το οφείλει στο… … Dictionary of Greek
Αλή αγάς ή Αλήαγας — (18ος–19ος αι.).Διάσημος αγάς του Λάλα, γιος του αρχηγού των Λαλαίων και μεγαλύτερος αδελφός του Αλή Φαρμάκη, ο Α. ήταν ονομαστός για τα πλούτη του και την πολυτέλεια της κατοικίας του στον Λάλα. Στην υπηρεσία του είχαν προσληφθεί πολλοί Έλληνες … Dictionary of Greek