Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλύξω

См. также в других словарях:

  • ἀλύξω — ἀ̱λύξω , ἀλύσκω shun aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀλύσκω shun aor subj act 1st sg ἀλύσκω shun fut ind act 1st sg ἀλύσκω shun aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἀ̱λύξω , ἀλύσσω to be uneasy aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀλύσσω to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυξις — ἄλυξις ( εως), η (Α) αποφυγή, διαφυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύσκω, από το θ. τού μέλλ. ἀλύξω] …   Dictionary of Greek

  • αλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδη, η (Α) συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας… …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»