-
1 αλινδομαι...
ἀλίνδομαι...ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι1) валяться, кататься по земле(ἀλινδούμενος ἵππος Plut.)
2) странствовать, скитаться(ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόνα Anth.)
-
2 αλινδομαι
Anth. = ἀλινδέομαι См. αλινδεομαι -
3 αλινδεομαι
ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι1) валяться, кататься по земле(ἀλινδούμενος ἵππος Plut.)
2) странствовать, скитаться(ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόνα Anth.)
См. также в других словарях:
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek