Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλίβατος

См. также в других словарях:

  • αλίβατος — ἀλίβατος, ον (Α) δωρικός τύπος τού ἠλίβατος* …   Dictionary of Greek

  • ἀλίβατος — masc/fem nom sg ἀ̱λίβατος , ἠλίβατος high masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιβάτω — ἀλίβατος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀλίβατος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱λιβάτω , ἠλίβατος high masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric) ἀ̱λιβάτω , ἠλίβατος high masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίβατον — ἀλίβατος masc/fem acc sg ἀλίβατος neut nom/voc/acc sg ἀ̱λίβατον , ἠλίβατος high masc/fem acc sg (doric) ἀ̱λίβατον , ἠλίβατος high neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»