-
21 Αλάστορες
-
22 Ἀλάστορες
-
23 Αλάστορι
-
24 Ἀλάστορι
-
25 Αλάστορος
-
26 Ἀλάστορος
-
27 Αλάστορσι
-
28 Ἀλάστορσι
-
29 Αλάστορσιν
-
30 Ἀλάστορσιν
-
31 αλαστόρων
ἀλάστοροςunder influence of an: masc /fem /neut gen plἀλάστωρavenging spirit: masc gen pl -
32 ἀλαστόρων
ἀλάστοροςunder influence of an: masc /fem /neut gen plἀλάστωρavenging spirit: masc gen pl -
33 αλάστορ
-
34 ἀλάστορ
-
35 αλάστορα
ἀλάστοροςunder influence of an: neut nom /voc /acc plἀλάστωρavenging spirit: masc acc sg -
36 ἀλάστορα
ἀλάστοροςunder influence of an: neut nom /voc /acc plἀλάστωρavenging spirit: masc acc sg -
37 αλάστορας
-
38 ἀλάστορας
-
39 αλάστορες
-
40 ἀλάστορες
См. также в других словарях:
Ἀλάστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλάστωρ — avenging spirit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
Аластор — (Άλάστωρ) в греческой мифологии дух мщения. Представление об А., возникшее в народном веровании, особенно развито трагиками. У Эсхила А. является демоном искусителем (δαίμων γέννας), непрерывно действующим в судьбах известного рода. Так, в роде… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
АЛАСТОР — • Άλάστωρ, «дух мщения» представление, возникшее в народном веровании, но особенно развитое трагиками. У Эсхила А. является как δαίμων γέννας, как демон искуситель, непрерывно действующий в судьбах известного рода: так, в роде Атридов … Реальный словарь классических древностей
Ἀλαστόρων — Ἀλάστωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλάστορ — Ἀλάστωρ masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλάστορ — ἀλάστωρ avenging spirit masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλάστορα — Ἀλάστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλάστορας — Ἀλάστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλάστορας — ἀλάστωρ avenging spirit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)