-
1 αλαλκω
(ᾰλαλ) поздн. (эп. inf. ἀλαλκέμεν(αι), inf. aor. 2 ἀλαλκεῖν) отражать, отгонять(μυίας τινί, λοιγόν τινος Hom.; πότμον τινί Pind.)
ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ Hom. — да отвратит это от тебя страшную судьбу -
2 αλαλκειν
-
3 αλαλκεμεν
-
4 αλαλκεμεναι
См. также в других словарях:
άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… … Dictionary of Greek