-
1 αλωπόν
-
2 ἀλωπόν
См. также в других словарях:
ἀλωπόν — ἀλωπός fox coloured masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλωπόν
2 ἀλωπόν
ἀλωπόν — ἀλωπός fox coloured masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)