-
1 αλωπεκίου
-
2 ἀλωπεκίου
-
3 ἀλωπεκίας
См. также в других словарях:
ἀλωπεκίου — ἀλωπέκιον little fox neut gen sg ἀλωπεκίας branded with a fox masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλωπεκίου
2 ἀλωπεκίου
3 ἀλωπεκίας
ἀλωπεκίου — ἀλωπέκιον little fox neut gen sg ἀλωπεκίας branded with a fox masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)