Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλωεύς

См. также в других словарях:

  • ἁλωεύς — ἀλωεύς , ἀλωεύς like salt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωεύς — like salt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλωεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ασωπίας, σύζυγος της Ιφιμέδειας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Ο Α. τους ανέθρεψε σαν να ήταν δικά του παιδιά (Αλωάδαι) και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα ώστε έγιναν… …   Dictionary of Greek

  • Ἀλωῆς — Ἀλωεύς masc nom pl Ἀλωεύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωῆς — ἀλωεύς like salt masc nom pl ἀλωεύς like salt masc nom/voc pl ἀλωή threshing floor fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωεῖ — Ἀλωεύς masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωεῖ — ἀλωεύς like salt masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωεῦ — Ἀλωεύς masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωεῦ — ἀλωεύς like salt masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωῆος — Ἀλωεύς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»