См. также в других словарях:
κριμνήστις — κριμνῆστις (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος πλακοῡντος». [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κριμν ήσ τις < *κριμν ήδ τις < κρῖμνον + ήδ τις (< ἔδω «τρώγω»), πρβλ. αλφ ηστής] … Dictionary of Greek
ωμηστής — ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α 1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου και τού Πανός) αυτός προς τιμήν τού οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς… … Dictionary of Greek