-
1 αλφιτευς
См. также в других словарях:
αλφιτεύς — ἀλφιτεὺς ( εως), ο (Α) μυλωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + παραγ. κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
ἀλφιτεῖς — ἀλφιτεύς barley miller masc acc pl ἀλφιτεύς barley miller masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφιτεῦσι — ἀλφιτεύς barley miller masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφίτεια — ἀλφίτεια, η [*ἀλφιτεύς] στη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα από την Πύλο και δηλώνει γυναικείο επάγγελμα σημαίνει πιθανότατα ό,τι και το ἀλφιτεὺς (μυλωνάς), τού οποίου είναι το αντίστοιχο θηλυκό (δοτική ενικού a pi te ja) … Dictionary of Greek
άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν … Dictionary of Greek
αλφιτεύω — ἀλφιτεύω (Α) αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς. ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον] … Dictionary of Greek