Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλφάβητος

См. также в других словарях:

  • ἀλφάβητος — alphabet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλφάβητος — η (Μ ἀλφάβητος) βλ. αλφάβητο …   Dictionary of Greek

  • Αλφάβητος κατανυκτικός και ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου — Ποίημα 120 δεκαπεντασύλλαβων στίχων θρησκευτικού περιεχομένου. Οι στίχοι του είναι άλλοτε ομοιοκατάληκτοι και άλλοτε όχι, και διαιρούνται σε 24 πεντάστιχες στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα. Το ποίημα αυτό, έργο άγνωστου λογίου της μεταβυζαντινής …   Dictionary of Greek

  • Αλφάβητος της ξενιτείας — Ποιητικό έργο ανώνυμου ποιητή της μεταβυζαντινής εποχής, σε πολιτικούς ανομοιοκατάληκτους στίχους. Το ποίημα, που δεν σώθηκε ολόκληρο, είναι έργο των αρχών του 15ου αι. και έχει μόνο γραμματολογικό ενδιαφέρον. Είναι γραμμένο στη δημοτική …   Dictionary of Greek

  • ἀλφαβήτου — ἀλφάβητος alphabet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφαβήτων — ἀλφάβητος alphabet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφαβήτῳ — ἀλφάβητος alphabet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφάβητον — ἀλφάβητος alphabet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… …   Dictionary of Greek

  • αλφαβητάριο — Εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής στα παιδιά. Επειδή το α. αποτελεί το πρώτο στοιχειώδες πνευματικό βοήθημα του παιδιού και συγχρόνως ένα από τα πρώτα μέσα αισθητικής αγωγής του, γι’ αυτό η συγγραφή του θα πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • азбуковник — объяснительный словарь , русск. цслав. азъбукъвьникъ ἀλφάβητος (Георг. Амарт.); часто в XVI – XVII вв. Производное от др. русск. аз(ъ)букы, ъве …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»