-
1 ἀλυσταίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλυσταίνω
-
2 ἀλυσθαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλυσθαίνω
-
3 ἀλύω
Grammatical information: v.Meaning: `be beside oneself', from pain, anguish' (Il.).Other forms: only present, except ἀλαλύσθαι φοβεῖσθαι, ἀλύειν H.,Derivatives: Retrograde ἄλυς id. (Hp.). With - κ- ἀλύκη `distress, anguish'; s. also ἀλάλυγξ. - Verbs: ἀλύσκω \/ ἀλύσσω, fut. ἀλύξω = ἀλύω (Hom.). Further ἀλυκ-τέω, perf. ἀλαλύκτημαι (Hom.), cf. Bechtel Lex. s. ἀλύω. - Also: ἀλυστάζω, ἀλυσταίνω cf. Schwyzer 706: 4. Further ἀλυσθμαίνω, ἀλυδμαίνειν.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: ἀλύω is considered an u-derivation of ἀλ- in ἀλάομαι (q. v.) and\/or ἀλέομαι which is an improbable guess. Connection with Hitt. ḫallu- `violence, brawl'? An alternative connection is that with Hitt. alwanza- `subject to wichcraft'; Puhvel gives an improbable reconstruction.Page in Frisk: 1,80-81Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλύω
См. также в других словарях:
αλυσθαίνω — ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM) 1. είμαι ασθενής ή αδύνατος 2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ 3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση τής λ. ἀσθενής. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω] … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek