-
1 ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτοπέδαι, αἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλυκτοπέδαι
-
2 αλυκτοπέδας
ἀλυκτοπέδᾱς, ἀλυκτοπέδαιbonds: fem acc plἀλυκτοπέδᾱς, ἀλυκτοπέδαιbonds: fem gen sg (doric aeolic) -
3 ἀλυκτοπέδας
ἀλυκτοπέδᾱς, ἀλυκτοπέδαιbonds: fem acc plἀλυκτοπέδᾱς, ἀλυκτοπέδαιbonds: fem gen sg (doric aeolic) -
4 αλυκτοπέδη
ἀλυκτοπέδαιbonds: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀλυκτοπέδαιbonds: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 αλυκτοπέδαις
-
6 ἀλυκτοπέδαις
-
7 αλυκτοπέδηισι
-
8 ἀλυκτοπέδηισι
-
9 αλυκτοπέδην
-
10 ἀλυκτοπέδην
-
11 αλυκτοπέδης
-
12 ἀλυκτοπέδης
-
13 αλυκτοπέδησι
-
14 ἀλυκτοπέδῃσι
-
15 αλυκτοπέδησιν
-
16 ἀλυκτοπέδῃσιν
См. также в других словарях:
ἀλυκτοπέδαις — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδαι bonds fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυκτοπέδην — ἀλυκτοπέδαι bonds fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυκτοπέδης — ἀλυκτοπέδαι bonds fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυκτοπέδῃ — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυκτοπέδῃσι — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυκτοπέδῃσιν — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυκτοπέδας — ἀλυκτοπέδᾱς , ἀλυκτοπέδαι bonds fem acc pl ἀλυκτοπέδᾱς , ἀλυκτοπέδαι bonds fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδη, η (Α) συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας… … Dictionary of Greek
ἀλυκτοπέδηισι — ἀλυκτοπέδῃσι , ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)