Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλυκτοπέδαι

См. также в других словарях:

  • ἀλυκτοπέδαις — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδαι bonds fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυκτοπέδην — ἀλυκτοπέδαι bonds fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυκτοπέδης — ἀλυκτοπέδαι bonds fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυκτοπέδῃ — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυκτοπέδῃσι — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυκτοπέδῃσιν — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυκτοπέδας — ἀλυκτοπέδᾱς , ἀλυκτοπέδαι bonds fem acc pl ἀλυκτοπέδᾱς , ἀλυκτοπέδαι bonds fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδη, η (Α) συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας… …   Dictionary of Greek

  • ἀλυκτοπέδηισι — ἀλυκτοπέδῃσι , ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»