-
1 αλουσία
ἀλουσίᾱ, ἀλουσίαbeing unwashed: fem nom /voc /acc dualἀλουσίᾱ, ἀλουσίαbeing unwashed: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀλουσίαι, ἀλουσίαbeing unwashed: fem nom /voc plἀλουσίᾱͅ, ἀλουσίαbeing unwashed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀλουσία
ἀλουσία, ἡ,A being unwashed, Hp. de Arte 5; , cf. Alex.197: pl.,ἀλουσίησι.. συμπεπτωκώς Hdt. 3.52
, cf. Hp.Morb.2.71.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλουσία
-
3 ἀλουσία
Βλ. λ. αλουσία -
4 ἀλουσίᾳ
Βλ. λ. αλουσία -
5 αλουσίας
ἀλουσίᾱς, ἀλουσίαbeing unwashed: fem acc plἀλουσίᾱς, ἀλουσίαbeing unwashed: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀλουσίας
ἀλουσίᾱς, ἀλουσίαbeing unwashed: fem acc plἀλουσίᾱς, ἀλουσίαbeing unwashed: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 αλουσίαι
ἀλουσίαbeing unwashed: fem nom /voc plἀλουσίᾱͅ, ἀλουσίαbeing unwashed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 ἀλουσίαι
ἀλουσίαbeing unwashed: fem nom /voc plἀλουσίᾱͅ, ἀλουσίαbeing unwashed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 αλουσίαν
-
10 ἀλουσίαν
-
11 αλουσίη
ἀλουσίαbeing unwashed: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀλουσίαbeing unwashed: fem dat sg (epic ionic) -
12 αλουσιών
-
13 ἀλουσιῶν
-
14 αλουσίαις
-
15 ἀλουσίαις
-
16 αλουσίης
-
17 ἀλουσίης
-
18 αλουσίησι
-
19 ἀλουσίῃσι
-
20 αλουσίησιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀλουσία — ἀλουσίᾱ , ἀλουσία being unwashed fem nom/voc/acc dual ἀλουσίᾱ , ἀλουσία being unwashed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλουσία — αλουσία, η και αλουσιά, η και αλουσά, η το να μη λούζεται κανείς, απλυσιά: Βρομούσαμε από την αλουσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλουσιά — (I) και αλουσά, η (AM ἀλουσία και Α ἀλουτία) το να μην λούζεται ή να μην πλένεται κανείς, η απλυσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. αλουσιά (από όπου το αλουσά) < αρχ. ἀλουσία < ἄλουτος (πρβλ. και ἀθανασία < ἀθάνατος, ἀπλυσία < ἄπλυτος κ.λπ.)].… … Dictionary of Greek
ἀλουσίᾳ — ἀλουσίαι , ἀλουσία being unwashed fem nom/voc pl ἀλουσίᾱͅ , ἀλουσία being unwashed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλουσίας — ἀλουσίᾱς , ἀλουσία being unwashed fem acc pl ἀλουσίᾱς , ἀλουσία being unwashed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλουσίαι — ἀλουσία being unwashed fem nom/voc pl ἀλουσίᾱͅ , ἀλουσία being unwashed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλουσίαν — ἀλουσίᾱν , ἀλουσία being unwashed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλουσιῶν — ἀλουσία being unwashed fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλουσίαις — ἀλουσία being unwashed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλουσίη — ἀλουσία being unwashed fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλουσίης — ἀλουσία being unwashed fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)