-
1 αλοιφών
ἀλοιφάωdaub with pitch: pres part act masc voc sgἀλοιφάωdaub with pitch: pres part act neut nom /voc /acc sgἀλοιφάωdaub with pitch: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀλοιφάωdaub with pitch: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)ἀλοιφήanything with which one can smear: fem gen pl -
2 ἀλοιφῶν
ἀλοιφάωdaub with pitch: pres part act masc voc sgἀλοιφάωdaub with pitch: pres part act neut nom /voc /acc sgἀλοιφάωdaub with pitch: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀλοιφάωdaub with pitch: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)ἀλοιφήanything with which one can smear: fem gen pl
См. также в других словарях:
ἀλοιφῶν — ἀλοιφάω daub with pitch pres part act masc voc sg ἀλοιφάω daub with pitch pres part act neut nom/voc/acc sg ἀλοιφάω daub with pitch pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀλοιφάω daub with pitch pres part act masc nom sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… … Dictionary of Greek
αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
δαφνέλαιο — Λιπαρή ουσία που εξάγεται κατά την έκθλιψη των νωπών καρπών της δάφνης της ευγενούς.Είναι υγρό με κιτρινοπράσινο χρώμα, ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση. Έχει ειδικό βάρος 0,932 0,953 gr/cm3, σημείο τήξης περίπου 36° και πήζει στους 24°C. Το δ.… … Dictionary of Greek
ελέμιο — και ελεμί, το 1. ρητίνη μαλακή που προέρχεται από διάφορα δέντρα τού γένους ίδικα και χρησιμοποιείται για κατασκευή αλοιφών 2. φρ. «ελεμί τών Αντιλλών» κόμμι που παράγεται από δέντρο τού γένους βουρσέρα … Dictionary of Greek
θυμόλη — Μονοφαινόλη χημικού τύπου C6H3 (C3H7) (OH) CH3 1,2, 4 που περιέχεται στο αιθέριο έλαιο του θύμου αδένα. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, με χαρακτηριστική οσμή και καυστική γεύση, δυσδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο στους οργανικούς διαλύτες. Έχει… … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
οσφυαλγία — (Ιατρ.). Επώδυνο σύνδρομο της οσφυϊκής χώρας. Ο πόνος μπορεί να παρουσιαστεί κατά τρόπο βίαιο και να εμποδίζει τις κινήσεις κάμψης και στροφής του κορμού. Μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις των μυών, του νεφρού, σε δισκοπάθεια, σε βλάβες των… … Dictionary of Greek
παραφορμαλδεΰδη — η χημ. πολυμερές προϊόν τής φορμαλδεΰδης, που προκύπτει κατά την εξάτμιση υδατικών διαλυμάτων της και χρησιμοποιείται για απολύμανση χώρων, παρασκευή ρητινών και ως συστατικό σπερμοκτόνων αλοιφών … Dictionary of Greek
φανίον — τὸ, Α [φανός (Ι)] 1. υποκορ. τού φανός* 2. ονομασία διαφόρων φαρμακευτικών αλοιφών για την περιοχή τών ματιών 3. ως κύριο όν. Φανίον ή Φάνιον όνομα εταίρας … Dictionary of Greek