-
1 αλλοινια
ἥ смесь разных вин
См. также в других словарях:
αλλοινία — ἀλλοινία, η (Α) το να πίνει κανείς διαδοχικά διάφορα είδη κρασιών, το ανακάτωμα τών κρασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλ(ο) * + οινία < οἶνος] … Dictionary of Greek
1 αλλοινια
αλλοινία — ἀλλοινία, η (Α) το να πίνει κανείς διαδοχικά διάφορα είδη κρασιών, το ανακάτωμα τών κρασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλ(ο) * + οινία < οἶνος] … Dictionary of Greek