-
1 αλλόφυλος
-
2 ἀλλόφυλος
-
3 αλλοφυλος
21) иноплеменный, чужеземный, чужой(χθών Aesch.; ἄνθρωποι, ἀρχή Thuc.)
πόλεμος ἀ. или πρὸς ἀλλοφύλους Plut. — война с чужеземцами;οἱ ἐκτός τε καὴ ἀλλόφυλοι Plat. — иностранцы2) необычный, особенный(ζῷα Diod.)
-
4 ἀλλόφυλος
ἀλλόφυλος, ον (Aeschyl., Thu. et al.; BGU 34; 411; 419; 858; LXX; Philo, Leg. ad Gai. 200; Jos., Bell. 5, 194, Ant. 1, 338 al.; Test12Patr; TestSol 6:4 P; Mel., P. 76, 554; 92, 692) alien, foreign, hence fr. the Judean viewpoint=gentiles, outsiders; subst. a gentile (opp. ἀνὴρ Ἰουδαῖος; cp. Jos., Ant. 4, 183) κολλᾶσθαι ἢ προσέρχεσθαι ἀ. associate w. or approach a gentile Ac 10:28; cp. 13:19 D. Esp. (as LXX) of the Philistines 1 Cl 4:13; or Amalekites B 12:2; or Canaanites AcPl Ha 8, 13; 15. ἡ παρεμβολὴ τῶν ἀ. the camp of the ‘aliens’ 1 Cl 55:4 (cp. Jdth 6:1 of the Assyrians and their allies). Of Christians (some of whom would be Israelites/Jews) in relation to Judeans Dg 5:17.—M-M. TW. -
5 ἀλλόφυλος
{прил., 1}иноплеменный, чужеземный, чужой; как сущ. язычник, т.е. иноплеменный по отношению к евреям (Деян. 10:28).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀλλόφυλος
-
6 αλλόφυλος
{прил., 1}иноплеменный, чужеземный, чужой; как сущ. язычник, т.е. иноплеменный по отношению к евреям (Деян. 10:28).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αλλόφυλος
-
7 αλλόφυλος
ος, ον 1. иноплеменный; иноземный, чужеземный, иностранный;2. (ο) враг, недруг -
8 ἀλλόφυλος
иноплеменный, чужеземный, чужой; а также как сущ. язычник (иноплеменный по отношению к евреям).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀλλόφυλος
-
9 ἀλλόφυλος
-ος,-ον + A 1-275-20-5-16=317 Ex 34,15; JgsA 3,3.31; 10,6.7of another tribe, foreign, alien Is 61,5; (οἱ) ἀλλόφυλοι Philistines (mostly) Jgs 3,3; ἀλλόφυλοι Syrians 2 Kgs 8,28Cf. BICKERMAN 1946=1980 90-91; FASCHER 1971 163; HARLÉ; 1999,58-60.204; →NIDNTT; TWNT -
10 ἀλλόφυλος
A of another tribe, foreign, Hp.Aër.12; freq. in LXX of Philistines, Jd.14.1, al.; in Egypt, settled in another nome, BGU419.2 (iii A. D.);ἐς ἀλλόφυλον.. χθόνα A.Eu. 851
;ἄνθρωποι Th.1.102
, Pl.Lg. 629d; alien to man, wild,D.S.
3.18, Porph.Abst.1.10; πόλεμος ἀ. war with foreigners, Plu.Cam.23; opp. ὁμόφυλος, Epicur.Sent.39;ἀ. πρός τι Dam.Pr. 308
;μᾶζαν ἐπ' ἀ.
alien, not one's own,Eup.
159.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλόφυλος
-
11 ἀλλόφῡλος
ἀλλό-φῡλος, von anderem Volk, fremd -
12 allophylus
allŏphȳlus, a, um étranger, non hébreu. - Vulg. Psa. 55, 1; Tert. Pud. 7; Hier. Ep. ad Eust. 27; Prud. Ham. 502; P.-Nol. de S. Fel. Nat. Carm. 8, 23, 70; Tert. adv. Marc. 4, 37. - [gr]gr. ἀλλόϕυλος. - ў bref chez les poètes: allŏphўlus.* * *allŏphȳlus, a, um étranger, non hébreu. - Vulg. Psa. 55, 1; Tert. Pud. 7; Hier. Ep. ad Eust. 27; Prud. Ham. 502; P.-Nol. de S. Fel. Nat. Carm. 8, 23, 70; Tert. adv. Marc. 4, 37. - [gr]gr. ἀλλόϕυλος. - ў bref chez les poètes: allŏphўlus.* * *Allophylus, penul. prod. Latine dicitur alienigena. Un estrangier. -
13 αλλόφυλον
ἀλλόφῡλον, ἀλλόφυλοςof another tribe: masc /fem acc sgἀλλόφῡλον, ἀλλόφυλοςof another tribe: neut nom /voc /acc sg -
14 ἀλλόφυλον
ἀλλόφῡλον, ἀλλόφυλοςof another tribe: masc /fem acc sgἀλλόφῡλον, ἀλλόφυλοςof another tribe: neut nom /voc /acc sg -
15 allophylus
allophȳlus, a, um (ἀλλόφυλος), andern Stammes, ausländisch, fremd, Eccl.
-
16 επακτος
21) нахлынувший(χειμέριος ὄμβρος Pind.)
2) привозной(σῖτος Thuc.)
τὰ ἐπακτά Thuc. — предметы ввоза3) иноземный, чужестранный, пришлый(ἐξ ἄλλης χθονός Eur.; ἐ. καὴ ἀλλόφυλος ἀρχή Plut.)
4) состоящий из иностранных наемников, наемный(στράτευμα Aesch.; στρατός Soph.; δύναμις Isocr.)
5) поступающий или привнесенный извне(ὕδωρ Arst., Diod.; πημονή Eur.; μανία Plat.)
6) добровольно причиненный(νόσημα Soph.)
7) навязываемый извне, вынужденный(ὅρκος Isocr.; πόλεμος Plut.)
8) чужойἐ. ἀνήρ Soph. — любовник
9) не врожденный, (благо)приобретенный(ἀρετή Her.)
-
17 αλλοφύλοις
-
18 ἀλλοφύλοις
-
19 αλλοφύλοισιν
-
20 ἀλλοφύλοισιν
См. также в других словарях:
αλλόφυλος — η, ο (Α ἀλλόφυλος, ον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή και κατ’ επέκταση σε άλλο έθνος, αλλοεθνής, ξένος (αντίθ. ομόφυλος) 2. αλλόφυλα ζώα τα ξένα προς τον άνθρωπο, τα άγρια ζώα νεοελλ. αυτός που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα και ειδικότερα ο μη… … Dictionary of Greek
ἀλλόφυλος — ἀλλόφῡλος , ἀλλόφυλος of another tribe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλόφυλος — η, ο 1. αυτός που ανήκει σ άλλη φυλή: Από τη γλώσσα που μιλούσαν και το ντύσιμό τους κατάλαβε πως είχε μπροστά του αλλόφυλους. 2. ξένος, εχθρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλλόφυλον — ἀλλόφῡλον , ἀλλόφυλος of another tribe masc/fem acc sg ἀλλόφῡλον , ἀλλόφυλος of another tribe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… … Dictionary of Greek
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
αλλοφυλία — η (Α ἀλλοφυλία) [ἀλλόφυλος] νεοελλ. η αλλοεθνία* αρχ. ξένη ουσία … Dictionary of Greek
αλλοφυλώ — ἀλλοφυλῶ ( έω) (Α) [ἀλλόφυλος] αποδέχομαι ξένα ήθη και έθιμα (ή ξένα θρησκευτικά δόγματα) … Dictionary of Greek
αλλόσπορος — η, ο (Μ ἀλλόσπορος, ον) αυτός που προέρχεται από άλλη σπορά νεοελλ. (υβριστικά) αλλόφυλος, νόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + σπόρος] … Dictionary of Greek
ετερόφυλος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, ον) αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής μσν. νεοελλ. βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος τού οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν τού θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek