Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλλόφυλος

См. также в других словарях:

  • αλλόφυλος — η, ο (Α ἀλλόφυλος, ον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή και κατ’ επέκταση σε άλλο έθνος, αλλοεθνής, ξένος (αντίθ. ομόφυλος) 2. αλλόφυλα ζώα τα ξένα προς τον άνθρωπο, τα άγρια ζώα νεοελλ. αυτός που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα και ειδικότερα ο μη… …   Dictionary of Greek

  • ἀλλόφυλος — ἀλλόφῡλος , ἀλλόφυλος of another tribe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλόφυλος — η, ο 1. αυτός που ανήκει σ άλλη φυλή: Από τη γλώσσα που μιλούσαν και το ντύσιμό τους κατάλαβε πως είχε μπροστά του αλλόφυλους. 2. ξένος, εχθρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλόφυλον — ἀλλόφῡλον , ἀλλόφυλος of another tribe masc/fem acc sg ἀλλόφῡλον , ἀλλόφυλος of another tribe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αλλοφυλία — η (Α ἀλλοφυλία) [ἀλλόφυλος] νεοελλ. η αλλοεθνία* αρχ. ξένη ουσία …   Dictionary of Greek

  • αλλοφυλώ — ἀλλοφυλῶ ( έω) (Α) [ἀλλόφυλος] αποδέχομαι ξένα ήθη και έθιμα (ή ξένα θρησκευτικά δόγματα) …   Dictionary of Greek

  • αλλόσπορος — η, ο (Μ ἀλλόσπορος, ον) αυτός που προέρχεται από άλλη σπορά νεοελλ. (υβριστικά) αλλόφυλος, νόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • ετερόφυλος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, ον) αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής μσν. νεοελλ. βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος τού οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν τού θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»