-
1 αλλοδαπός
-
2 ἀλλοδαπός
-
3 αλλοδαπος
I3иноземный, чужестранный(δῆμος, γαίη Hom., γυναῖκες Pind.; φῶτες Aesch., ξένος Plat.)
IIὅ иноземец, чужестранец Xen., Plut. -
4 ἀλλοδαπός
1 foreign, of another land “ ἀλλοδαπᾶν γυναικῶν” P. 4.50ἐν ἀλλοδαπαῖς ἀρούραις P. 4.254
met., θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; N. 3.26 m. pl. pro subs.θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.22
-
5 ἀλλοδαπός
ἀλλοδαπός: strange, foreign; also subst., stranger.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλλοδαπός
-
6 ἀλλοδαπός
Grammatical information: adj.Meaning: `from another land, foreign' (Il.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From ἄλλος, built like τηλεδαπός, παντοδαπός, ποδαπός, ἡμεδαπός. Explained as ἀλλοδ-απός, with the old neutral marker (Lat. aliud). The latter part would be the same as Lat. - inquus ( longinquus etc.), PIE -n̥kʷ̯o-. Bechtel Lex., Schwyzer 604 A. Doubts Meillet BSL 28, 42ff.: - δαπός an unknown suffix. Suffixes are not added to case forms, like the neutral -d. Cf. vW.Page in Frisk: 1,76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλλοδαπός
-
7 αλλοδαπός
η, ό иностранный, чужеземный, иноземный, чужестранный; заграничный (разг);ο αλλοδαπός — иностранец; — чужеземец, иноземец (уст.);
τμήμα αλλοδαπών — отделение полиции, ведающее делами иностранцев
-
8 αλλοδαπός
I.ausländisch [Person auch]II.οAusländer m -
9 αλλοδαπός
[аллодапос] εκ. иностранный, заграничный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλλοδαπός
-
10 αλλοδαπός
[аллодапос] επ иностранный, заграничный. -
11 ἀλλοδαπός
A aliud, - απος = -ṇq[uglide]ος, cf. Lat. long-inquus) belonging to another people or land, foreign, Il. 16.550, Od.17.485, Sapph.92, Pi.N.1.22, A.Th. 1082, X.Cyr.8.7.14, etc.; in foreign parts,Sammelb.
4284.7 (iii A. D.) :— later [suff] ἀλλο-δᾰπής, ές, EM68.2, cf. Ps.-Callisth.2.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοδαπός
-
12 ἀλλοδαπός
ἀλλο-δαπός, anders woher, fremd -
13 αλλοδαπός
étranger -
14 αλλοδαπός
1) cudzoziemiec (m) rzecz.2) cudzoziemski przym.3) obcokrajowiec (m) rzecz.4) obcy przym. -
15 αλλοδαπός
1) cizí2) cizinec3) cizozemec4) zahraniční -
16 αλλοδαπός
1) alien2) foreignerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αλλοδαπός
-
17 ecnebi
αλλοδαπος, αλλόφυλος -
18 αλλοδαπά
ἀλλοδαπόςaliud: neut nom /voc /acc plἀλλοδαπά̱, ἀλλοδαπόςaliud: fem nom /voc /acc dualἀλλοδαπά̱, ἀλλοδαπόςaliud: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 ἀλλοδαπά
ἀλλοδαπόςaliud: neut nom /voc /acc plἀλλοδαπά̱, ἀλλοδαπόςaliud: fem nom /voc /acc dualἀλλοδαπά̱, ἀλλοδαπόςaliud: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 αλλοδαπών
См. также в других словарях:
ἀλλοδαπός — aliud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
αλλοδαπός — ή, ό 1. αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο, ο αλλοεθνής: Στην Ελλάδα μένουν αρκετοί αλλοδαποί. 2. το θηλ., αλλοδαπή ως ουσ., σημαίνει το εξωτερικό: Πολλοί είναι οι Έλληνες που βρίσκονται στην αλλοδαπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλλοδαπά — ἀλλοδαπός aliud neut nom/voc/acc pl ἀλλοδαπά̱ , ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc/acc dual ἀλλοδαπά̱ , ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπῶν — ἀλλοδαπός aliud fem gen pl ἀλλοδαπός aliud masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπόν — ἀλλοδαπός aliud masc acc sg ἀλλοδαπός aliud neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπαῖς — ἀλλοδαπός aliud fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπαί — ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαποῖο — ἀλλοδαπός aliud masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαποῖς — ἀλλοδαπός aliud masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαποῖσι — ἀλλοδαπός aliud masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)