-
81 иноземец
[ιναζιέμιτς] ουσ. α. αλλοδαπός -
82 иностранец
[ιναστράνιτς] ουσ. α. αλλοδαπός -
83 иностранец
[ιναστράνιτς] ουσ. α. αλλοδαπός -
84 иноземец
[ιναζιέμιτς] ουσ α αλλοδαπός -
85 иностранец
[ιναστράνιτς] ουσ α αλλοδαπός -
86 иностранец
[ιναστράνιτς] ουσ α αλλοδαπός -
87 выходец
-дца α.1. ξένος, ξενοφερμένος, αλλοδαπός• αλλόδημος, ετερόδημος.2. καταγόμενος, προερχόμενος, βγαλμένος, έλκων την καταγωγή•выходец из дворян καταγόμενος από ευγενείς.
-
88 гость
-я, γεν. πλθ. -ей.1. φιλοξενούμενος, επισκέπτης, μουσαφίρης•идти в -и πηγαίνω μουσαφίρης•
быть в -ях φιλοξενούμαι•
незванный гость ακάλεστος μουσαφίρης•
желанный гость ευπρόσδεκτος μουσαφίρης•
почетный гость τιμητός ξένος (φιλοξενούμενος)•
вы у нас редкий гость σπάνια μας επισκέπτεστε, σαν τα χιόνια.
|| ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, προσκαλεσμένος.2. προσκαλεσμένος (σε συνέλευση, συνεδρίαση κ.τ.τ.)• места для -ей θέσεις για τους προσκαλεσμένους.3. έμπορος (συνήθως αλλοδαπός).εκφρ.из -ей прийти (вернуться – κ.τ.τ.) έρχομαι από φιλοξενία•в -ях хорошо, а дома лучше – σπίτι μου σπιτάκι μου, φτωχοκαλυβάκι μου ή ιδία εστία πάντων άριστος παρμ. -
89 заграничный
επ.εξωτερικός, αλλοδαπός, ξένος•-ые товары εμπορεύματα εξωτερικού.
-
90 заморский
επ.1. παλ. υπερπόντιος, ξένος, αλλοδαπός, ξενοφερμένος•-ие гости υπερπόντιοι φιλοξενούμενοι.
|| εξωτερικός•-ие товары εμπορεύματα εξωτερικού.
2. παλ. πρωτοφανής, ασυνήθιστος, περίεργος, παράξενος. -
91 иноземец
-мца α.-ка, -и θ.αλλοδαπός, ξένος, ξωμερίτης, ετερόχθονας. -
92 иностранец
-нца α.-ка, -и θ.ξένος, αλλοδαπός. -
93 нездешний
-яя, -ееεπ.όχι ντόπιος, μη ιθαγενής• αλλοδαπός, ξένος, ξωμερίτικος. || παλ. ουράνιος, μετακόσμιος. -
94 приезжий
επ. κ. ουσ. αφιχθείς, ξένος, ξενοφερμένος, ξενόφερτος, ξωμερίτης αλλοδαπός. -
95 пришелец
-льца α. ξένος, αλλοδαπός, ξενομερίτηςβλ. κ.επ. пришлый. -
96 пришлый
επ.ξένος, αλλοδαπός, ξωμερ ίτικος, ξενόφερτος, -ρμένος. -
97 резидент
-а α.1. αρμοστής προτεκτοράτου.2. (διπλωμ.) πρόσεδρος-υπουργός.3. αλλοδαπός• μέτοικος.4. κατάσκοπος—προϊστάμενος, αρχικατάσκοπος. -
98 фряжский
επ. παλ. αλλοδαπός, ξένος, ξωμερίτικος. -
99 чужеземец
-мца α.-ка, -и θ.ξένος, -η, αλλοδαπός, -ή κλπ. επ. -
100 чужеземный
επ. παλ. ξένος, αλλοδαπός, ξω-μερίτικος, εξωτικός, ξενόφερτος.
См. также в других словарях:
ἀλλοδαπός — aliud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
αλλοδαπός — ή, ό 1. αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο, ο αλλοεθνής: Στην Ελλάδα μένουν αρκετοί αλλοδαποί. 2. το θηλ., αλλοδαπή ως ουσ., σημαίνει το εξωτερικό: Πολλοί είναι οι Έλληνες που βρίσκονται στην αλλοδαπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλλοδαπά — ἀλλοδαπός aliud neut nom/voc/acc pl ἀλλοδαπά̱ , ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc/acc dual ἀλλοδαπά̱ , ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπῶν — ἀλλοδαπός aliud fem gen pl ἀλλοδαπός aliud masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπόν — ἀλλοδαπός aliud masc acc sg ἀλλοδαπός aliud neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπαῖς — ἀλλοδαπός aliud fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπαί — ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαποῖο — ἀλλοδαπός aliud masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαποῖς — ἀλλοδαπός aliud masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαποῖσι — ἀλλοδαπός aliud masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)