-
1 αλλόφρων
-
2 ἀλλόφρων
-
3 ἀλλόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλόφρων
-
4 ἀλλοφρονέω
A think of other things, give no heed,ἀλλ' ἥμην ἀλλοφρονέων Od.10.374
; of one in a swoon, to be senseless,κὰδ δ' ἀλλοφρονέοντα.. εἷσαν Il.23.698
;κεῖτ' ἀλλοφρονέων Theoc.22.129
, cf. Arist.Metaph. 1009b30; ὑπὸ τούτων ἀλλοφρονῆσαι were seized with frenzy by reason of the thunder, etc., Hdt.5.85;ἀλύει καὶ ἀ. ὑπὸ τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.16
, cf. Mul.1.41.II to be of another mind, have other views, v.l. in Hdt.7.205.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοφρονέω
См. также в других словарях:
ἀλλόφρων — thinking differently masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλόφρων — ( ονος), ον (Α ἀλλόφρων) νεοελλ. αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος αρχ. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. τής οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ.,… … Dictionary of Greek
αλλοφρονώ — (Α ἀλλοφρονῶ, έω) [ἀλλόφρων] κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ αρχ. 1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι 2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος 3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου … Dictionary of Greek
αλλοφροσύνη — η (Α ἀλλοφροσύνη) [ἀλλόφρων] νεοελ. διατάραξη τών φρένων, παραφροσύνη αρχ. 1. διχογνωμία, αμφισβήτηση 2. κατάσταση αφηρημάδας, σύγχυση τού νου … Dictionary of Greek
ανάπαρτος — η, ο [αναπαίρνω] 1. αυτός που παρασύρθηκε μακριά και εξαφανίστηκε 2. αυτός που εκστασιάστηκε, που περιήλθε σε έκσταση από θαυμάσιο θέαμα, όνειρο, οπτασία κ.λπ. 3. αυτός που έπαθε διασάλευση τού νου, ο εκτός εαυτού, αλλόφρων … Dictionary of Greek
εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από … Dictionary of Greek
ετερόφρων — ον (ΑΜ ἑτερόφρων, ον) 1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος 2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος μσν. αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος 2. (για φυσικά… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek