Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλλοτριό-γνωμος

См. также в других словарях:

  • καλλίγνωμος — καλλίγνωμος, ον (Μ) ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. αλλοτριό γνωμος, δολιό γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • καλόγνωμος — η, ο (Μ καλόγνωμος, ον) 1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση 2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν) η καλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος, αλλοτριό γνωμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»