-
1 ἀλλοτριό-γνωμος
ἀλλοτριό-γνωμος, B. A. 385 aus Cratin. (Hephaest. p. 14 u. Choerob. in Cr. An. 4, 414, aber B. A. 1176 ἀλλοτριογνώμοσι), anderes im Kopfe habend.
-
2 ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριό-γνωμος, ον,A thinking of other things, absent, Cratin. 154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοτριόγνωμος
-
3 ἀλλοτριόγνωμος
См. также в других словарях:
καλλίγνωμος — καλλίγνωμος, ον (Μ) ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. αλλοτριό γνωμος, δολιό γνωμος] … Dictionary of Greek
καλόγνωμος — η, ο (Μ καλόγνωμος, ον) 1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση 2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν) η καλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος, αλλοτριό γνωμος] … Dictionary of Greek