-
1 αλλοτριωτάτων
-
2 ἀλλοτριωτάτων
См. также в других словарях:
ἀλλοτριωτάτων — ἀλλότριος of fem gen superl pl ἀλλότριος of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλλοτριωτάτων
2 ἀλλοτριωτάτων
ἀλλοτριωτάτων — ἀλλότριος of fem gen superl pl ἀλλότριος of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)