-
1 αλλοπρόσαλλος
-
2 ἀλλοπρόσαλλος
-
3 αλλοπρόσαλλος
-
4 ἀλλοπρόσαλλος
A leaning first to one side, then to the other, fickle, epith. of Ares, Il.5.831, 889, cf. Eun.VSp.496 B.;πλοῦτος AP15.12
, cf. 1.34 (Agath.);τὸ ἀ.
respect of persons, Corp. Herm.18.14
.2 simply, transferred, ἀ. ἀρωγή, coupled with ἑτεραλκέα νίκην, Tryph.565; deceitful, Nonn.D.46.4, al.; changeful, successive, of waves, etc. (cf. ἀλλεπάλληλος), ib.3.24, al., cf. Man.5.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοπρόσαλλος
-
5 αλλοπρόσαλλος
deli bozuk -
6 αλλοπρόσαλλος
1) capricious2) fickleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αλλοπρόσαλλος
-
7 Αρης
- εως и εος, эп.-ион. ηος ὅ1) Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.:
Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος2) война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.3) воинственность, воинский дух(Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.)
4) войско(ὅ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.)
5) убийство(λιθόλευστος Ἄ. Soph.)
6) ранение, рана(Ἄ. ἀλεγεινός Hom.)
7) меч(βάψασθαι ἄρη ἐντὸς λαγόνων Anth.)
8) гибель, мор(Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.)
9) планета Марс(ὅ ἀστέρ ὅ Ἄρεος Arst.)
-
8 αλλοπροσάλλοιο
-
9 ἀλλοπροσάλλοιο
-
10 αλλοπροσάλλου
-
11 ἀλλοπροσάλλου
-
12 αλλοπροσάλλους
-
13 ἀλλοπροσάλλους
-
14 αλλοπροσάλλω
-
15 ἀλλοπροσάλλῳ
-
16 αλλοπροσάλλως
-
17 ἀλλοπροσάλλως
-
18 αλλοπρόσαλλε
-
19 ἀλλοπρόσαλλε
-
20 αλλοπρόσαλλοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀλλοπρόσαλλος — leaning first to one side masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοπρόσαλλος — η, ο (Α ἀλλοπρόσαλλος, ον) 1. αυτός που αποκλίνει πότε προς τον έναν και πότε προς τον άλλον, ευμετάβλητος, ασταθής 2. κακόπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἄλλο πρὸς ἄλλον (λέγων)] … Dictionary of Greek
αλλοπρόσαλλος — η, ο επίρρ. α άστατος, ευμετάβολος, κακόπιστος: Δεν μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος έχει αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλλοπροσάλλοιο — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπροσάλλου — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπροσάλλους — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπροσάλλως — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπροσάλλῳ — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπρόσαλλε — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπρόσαλλοι — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπρόσαλλον — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)