Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλλοπρόσαλλος

См. также в других словарях:

  • ἀλλοπρόσαλλος — leaning first to one side masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοπρόσαλλος — η, ο (Α ἀλλοπρόσαλλος, ον) 1. αυτός που αποκλίνει πότε προς τον έναν και πότε προς τον άλλον, ευμετάβλητος, ασταθής 2. κακόπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἄλλο πρὸς ἄλλον (λέγων)] …   Dictionary of Greek

  • αλλοπρόσαλλος — η, ο επίρρ. α άστατος, ευμετάβολος, κακόπιστος: Δεν μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος έχει αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλοπροσάλλοιο — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπροσάλλου — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπροσάλλους — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπροσάλλως — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπροσάλλῳ — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπρόσαλλε — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπρόσαλλοι — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπρόσαλλον — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»