-
1 αλλοπροσάλλω
-
2 ἀλλοπροσάλλῳ
См. также в других словарях:
ἀλλοπροσάλλῳ — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλλοπροσάλλω
2 ἀλλοπροσάλλῳ
ἀλλοπροσάλλῳ — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)