-
1 ἀλλοιωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοιωτός
См. также в других словарях:
σηκωτός — (I) ή, ό, Ν [σηκώνω] 1. αυτός τον οποίο μεταφέρουν άλλοι σηκώνοντάς τον 2. φρ. «τόν πήραν [ή «τόν πήγαν] σηκωτό» α) τόν οδήγησαν με την βία κάπου β) τόν σήκωσαν, τόν κουβάλησαν άλλοι, γιατί δεν μπορούσε να μετακινηθεί. (II) ή, όν Μ αυτός που έχει … Dictionary of Greek
είλωτας — και είλως ( ωτος), ο (Α Εἵλως και Εἱλώτης) δουλοπάροικος, «δούλος τού δημοσίου» στην αρχαία Σπάρτη νεοελλ. οποιοσδήποτε δουλεύει πολύ σκληρά χωρίς να αμείβεται όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός αττικός τύπος για την προέλευση τού οποίου έχουν… … Dictionary of Greek