-
1 αλλοιοίτο
-
2 ἀλλοιοῖτο
См. также в других словарях:
ἀλλοιοῖτο — ἀλλοιόω change pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλλοιοίτο
2 ἀλλοιοῖτο
ἀλλοιοῖτο — ἀλλοιόω change pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)