-
1 αλλοιομόρφω
-
2 ἀλλοιομόρφῳ
См. также в других словарях:
ἀλλοιομόρφῳ — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλλοιομόρφω
2 ἀλλοιομόρφῳ
ἀλλοιομόρφῳ — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)