-
41 αλλοδαπώ
-
42 ἀλλοδαπῷ
-
43 αλλοδαπώι
-
44 ἀλλοδαπῶι
-
45 αλλοδαπάν
-
46 ἀλλοδαπάν
-
47 αλλοδαπάς
-
48 ἀλλοδαπάς
-
49 αλλοδαπάων
-
50 ἀλλοδαπάων
-
51 αλλοδαπή
-
52 ἀλλοδαπή
-
53 αλλοδαπήν
-
54 ἀλλοδαπήν
-
55 παντοδαπός
A of every kind, of all sorts, manifold, ἄνθεα, χρόϊαι, καρπός, h.Cer. 402, Sapph.20, A.Th. 357 (lyr.), etc.;παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς E. Hel. 525
(lyr., s. v.l.); π. ἱστορία miscellaneous, D.L.5.5; τὸ π. [ τῆς λέξεως] Phld.Rh.1.198 S.; of every country, ποδαπὸς εἶ; Answ.π. Luc.Vit.Auct.8
: in pl.,πολλοὶ καὶ π. Hdt.9.84
; παντοδαποὶ τῆς στρατιῆς, = π. στρατιῶται, Id.7.22: contemptuously,δοῦλοι καὶ ξένοι π. And.2.23
;πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Pl.Sph. 228e
: [comp] Comp. : [comp] Sup.- ώτατος Hp.
Aër.9, Isoc.15.295. Adv. - πῶς in all kinds of ways, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοί Poet. ap. Arist.EN 1106b35, cf. Pl.Prm. 130a, etc.;π. ἔχειν Arist.EN 1100a27
.2 παντοδαπὸς γίγνεται assumes every shape, Ar.Ra. 289, Pl.R. 398a; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαπός
-
56 ποδαπός
A from what country?: hence, generally, whence? where born? Hdt.7.218 (as v.l.), A.Ch. 575, S.OC 1160, E.Cyc. 276, etc.;τίς καὶ π.; Pl.Ap. 20b
; , cf. Av. 108; of wine,π. ὁ Βρόμιος; Θάσιος Alex.230
.2 generally, of what sort?π. τὸ δῶρον; S.Fr. 453
: freq. in later Gr., Ev.Matt.8.27, Ev.Luc.1.29, Hermog.Inv.1.1, etc.; in a play on both senses,π. τὸ γένος; πλούσιος Alex.90
; π. (sc. κύων); οἷος.. μὴ δάκνειν D.25.40
. Adv.- πῶς Hdn.
Gr.2.925; ποταπῶς Gloss. (Phryn.39 considers signf. 2 un-Attic, but S.l.c. is cited by Sch. D.T.p.239 H.: the spelling [full] ποταπός (wh. is f.l. in Alex.230 (codd. Ath.)) is found in later Gr., ll. cc. supr., cf. Phld.Vit.p.25J., D.H.7.57, Ph.1.157(v.l.), Philostr.VA3.16, Luc. Par.22, Jul.Or.4.138c. ποδ- = Lat. quod; for the termination cf. ἀλλοδαπός (and v. A.D.Synt.20.15). Derived fr. ποίου δαπέδου by Phryn.l.c., Phot.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδαπός
-
57 τηλεδαπός
A from a far country, ἄνδρες, ξεῖνοι, Od.6.279, 19.351, etc.: of places, far off, distant,νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il.21.454
, 22.45, cf. Jahresh.23 Beibl. 178 ([place name] Thrace), Sammelb.7423.9. (On the termin. - δαπος, v. ἀλλοδαπός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλεδαπός
-
58 ἐνδάπιος
A native of the country, Mosch.2.11, Coluth.238, AP9.153 (Agath.);Ἕλλησι καὶ ἐνδαπίοισιν ἀμοιβήν Bull.Inst.Egypt. 1912.91
;ἐ. Παλλάς Nonn.D.4.423
: also in late Prose, Agath.2.15; cf. ἀλλοδαπός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδάπιος
-
59 ἐχθοδαπός
ἐχθο-δᾰπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχθοδαπός
-
60 ὑμεδαπός
A your countryman, Hdn.Gr.1.478, Hld.10.11, Hsch., Phot., Suid.; cj. Casaubon in Ath.9.366a. (On the termination, v. ἀλλοδαπός, ποδαπός, ἡμεδαπός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑμεδαπός
См. также в других словарях:
ἀλλοδαπός — aliud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
αλλοδαπός — ή, ό 1. αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο, ο αλλοεθνής: Στην Ελλάδα μένουν αρκετοί αλλοδαποί. 2. το θηλ., αλλοδαπή ως ουσ., σημαίνει το εξωτερικό: Πολλοί είναι οι Έλληνες που βρίσκονται στην αλλοδαπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλλοδαπά — ἀλλοδαπός aliud neut nom/voc/acc pl ἀλλοδαπά̱ , ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc/acc dual ἀλλοδαπά̱ , ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπῶν — ἀλλοδαπός aliud fem gen pl ἀλλοδαπός aliud masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπόν — ἀλλοδαπός aliud masc acc sg ἀλλοδαπός aliud neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπαῖς — ἀλλοδαπός aliud fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπαί — ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαποῖο — ἀλλοδαπός aliud masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαποῖς — ἀλλοδαπός aliud masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαποῖσι — ἀλλοδαπός aliud masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)