Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλλοδοξῶ

  • 1 αλλοδοξώ

    ἀλλοδοξέω
    mistake one thing for another: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀλλοδοξέω
    mistake one thing for another: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αλλοδοξώ

  • 2 ἀλλοδοξῶ

    ἀλλοδοξέω
    mistake one thing for another: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀλλοδοξέω
    mistake one thing for another: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀλλοδοξῶ

См. также в других словарях:

  • αλλοδοξώ — (Α ἀλλοδοξῶ, έω) [ἀλλόδοξος] νεοελλ. ανήκω σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι αλλόδοξος αρχ. νομίζω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, έχω σφαλερή αντίληψη για κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοδοξῶ — ἀλλοδοξέω mistake one thing for another pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλλοδοξέω mistake one thing for another pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»