Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀλλοδοξία

См. также в других словарях:

  • ἀλλοδοξία — ἀλλοδοξίᾱ , ἀλλοδοξία mistaking of one thing for another fem nom/voc/acc dual ἀλλοδοξίᾱ , ἀλλοδοξία mistaking of one thing for another fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοδοξία — η (Α ἀλλοδοξία) [ἀλλόδοξος] νεοελλ. το να ανήκει κανείς σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, η ετεροδοξία αρχ. σφαλερή γνώμη ή αντίληψη …   Dictionary of Greek

  • αλλοδοξία — η το να είναι κανείς αλλόδοξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλοδοξίας — ἀλλοδοξίᾱς , ἀλλοδοξία mistaking of one thing for another fem acc pl ἀλλοδοξίᾱς , ἀλλοδοξία mistaking of one thing for another fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοδοξίαν — ἀλλοδοξίᾱν , ἀλλοδοξία mistaking of one thing for another fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα …   Dictionary of Greek

  • ԱՅԼԱՓԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0088 Chronological Sequence: 8c, 12c, 14c գ. ἁλλοδοξία, ἐτεροδοξία heterodoxia, error Մոլորութիւն ընդդէմ ուղղափառ հաւատոյ. օտարութիւն ʼի ճշմարտութենէ. մոլար կարծիք. ... *Վասն նոցա այլաբառութեան եւ սատանայական յանդգնութեան ʼի ձեռն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»