-
1 αλλοδαπή
-
2 ἀλλοδαπῇ
-
3 αλλοδαπή
-
4 ἀλλοδαπή
-
5 αλλοδαπή
η чужбина; заграница (разг) -
6 αλλοδαπή
[аллодапи] ουσ. Θ. заграница.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλλοδαπή
-
7 αλλοδαπή
[аллодапи] ουσ θ заграница. -
8 αλλοδαπή
yabancı ülkeler, yurt dışı -
9 αλλοδαπή
étranger -
10 ἀλλο-δαπός
ἀλλο-δαπός, ή, όν (s. ποδαπός), anders woher, fremd, H. z. B. δῆμος Il. 19, 324, ξεῖνοι Od. 17, 485, κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες 3, 74. 9, 255, γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει 9, 36; – p. bei Plat. Lys. 212 e; Pind. γυναῖκες P. 4, 50; ἄκρα N. 3, 25; Aesch. φῶτες Spt. 1068 u. a. D. In Prosa, Xen. Cyr. 8, 7, 14, den πολῖται entgegenstehend; ἀλλοδαπῆ Mem. 4, 3, 8; oft Plut. u. Sp.
-
11 ειπερ
дор. αἴπερ conj. (усил. εἰ)1) если только, если действительноεἴ. ἔσται γε Aesch. — если это действительно случится;
εἴ. ποτὲ καὴ νῦν Arph. — сегодня больше, чем когда-л. ;εἴ. τις καὴ ἄλλος Soph. — если только кто-л. другой, т.е. больше, чем кто-л. другой, как никто другой2) если (бы) даже, хотя бы дажеεἴ. καί τις γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίεις Hom. — даже тогда, когда живешь в чужой стране
3) разве толькоοὐκ ἐν ὅλῳ, ἀλλ΄ εἴ. ἐν μέρει Plat. — не в целом, а разве лишь в части
-
12 компания
η εταιρείαанонимная - ανώνυμη - (Α.Ε.)иностранная - αλλοδαπή -, ξένη -смешанная - см. совместная -- с неограниченной ответственностью - απεριόριστης ευθύνης, ομόρρυθμη -факторная - см. факторинговая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компания
-
13 загранииа
заграни́||иаж разг τό ἐξωτερικό[ν], ἡ ἀλλοδαπή, ἡ ξένη χώρα. -
14 αλλοδαπήι
-
15 ἀλλοδαπῆι
-
16 au pair
[,ou 'pə(r)](a young person from abroad employed by a family to look after the children and help with the housework in return for room, meals, pocket money and an opportunity to learn the language: a French au pair; an au pair girl.) αλλοδαπή εποχιακή ή προσωρινή παιδαγωγός -
17 заграница
-ы θ.το εξωτερικό, αλλοδαπή, ξένες χώρες•связь с -ей σύνδεση με το εξωτερικό.
-
18 ἀλλοδαπός
A aliud, - απος = -ṇq[uglide]ος, cf. Lat. long-inquus) belonging to another people or land, foreign, Il. 16.550, Od.17.485, Sapph.92, Pi.N.1.22, A.Th. 1082, X.Cyr.8.7.14, etc.; in foreign parts,Sammelb.
4284.7 (iii A. D.) :— later [suff] ἀλλο-δᾰπής, ές, EM68.2, cf. Ps.-Callisth.2.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοδαπός
-
19 étranger
1) εξωτερικός2) ξένος3) άγνωστος4) αλλοδαπός5) αλλοδαπή
См. также в других словарях:
ἀλλοδαπῇ — ἀλλοδαπός aliud fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπή — ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοδαπῆι — ἀλλοδαπῇ , ἀλλοδαπός aliud fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… … Dictionary of Greek
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
αλλοδαπός — ή, ό 1. αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο, ο αλλοεθνής: Στην Ελλάδα μένουν αρκετοί αλλοδαποί. 2. το θηλ., αλλοδαπή ως ουσ., σημαίνει το εξωτερικό: Πολλοί είναι οι Έλληνες που βρίσκονται στην αλλοδαπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
αλλοδημία — ἀλλοδημία, η (Α) [ἀλλόδημος] 1. διαμονή σε ξένη χώρα, στην αλλοδαπή, στα ξένα 2. (συνεκδοχικά) το πλήθος ξένων, τών αποδήμων … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek