Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀλληλ-

См. также в других словарях:

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — (από την αντων. αλλήλων), α’ συνθετικό ονομάτων και ρημάτων το οποίο δηλώνει αλληλεγγυότητα: Αλληλέγγυος, αλληλογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄλληλ' — ἄλληλα , ἀλλήλων of one another neut acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλήλων — ἀλλήλων (ΑΜ) (αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία) ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον …   Dictionary of Greek

  • αλληλάδελφος — ο ετεροθαλής αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) + αδελφός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλαδέλφι, αλληλαδελφώνομαι] …   Dictionary of Greek

  • αλληλέγγυος — α, ο (Α ἀλληλέγγυος, ον) αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη νεοελλ. 1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης 2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη,… …   Dictionary of Greek

  • αλληλέλκομαι — και αλληλο έλκομαι αμοιβαία με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + έλκω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλένδετος — η, ο (ΑΜ ἀλληλένδετος, ον) συνήθως στον πληθ. (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλληλένδετο αλληλοσύνδεοη, αλληλεξάρτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • αλληλαίτιοι — ἀλληλαίτιοι, οι (Α) αίτιοι ο ένας τού άλλου, αμοιβαίοι αίτιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * + αἴτιοι (πληθ. τής λ. αἴτιος)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλαγαπιέμαι — και αλληλο αγαπιέμαι αμοιβαία με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + αγαπώ* ( ιέ μαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλανάδοχοι — ἀλληλανάδοχοι, α (Α) αυτοί που παρέχουν αμοιβαία ασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τ. *ἀλληλανάδοχος < ἀλληλ(ο) * + ἀνάδοχος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»