-
1 αλληλοφαγια
-
2 αλληλοφαγία
η см. αλληλοφάγωμα
См. также в других словарях:
ἀλληλοφαγία — ἀλληλοφαγίᾱ , ἀλληλοφαγία an eating one another fem nom/voc/acc dual ἀλληλοφαγίᾱ , ἀλληλοφαγία an eating one another fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοφαγία — η (Α ἀλληλοφαγία) 1. το να τρώγει ο ένας τον άλλον 2. αλληλοφάγωμα, εμφύλιος σπαραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφάγος, βλ. ἀλληλοφάγοι] … Dictionary of Greek
ἀλληλοφαγίας — ἀλληλοφαγίᾱς , ἀλληλοφαγία an eating one another fem acc pl ἀλληλοφαγίᾱς , ἀλληλοφαγία an eating one another fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλοφαγίαι — ἀλληλοφαγία an eating one another fem nom/voc pl ἀλληλοφαγίᾱͅ , ἀλληλοφαγία an eating one another fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλοφαγίαν — ἀλληλοφαγίᾱν , ἀλληλοφαγία an eating one another fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλοφαγίην — ἀλληλοφαγία an eating one another fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
αλληλοφάγοι — ἀλληλοφάγοι, α (Α) αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τόπου *ἀλληλοφάγος < ἀλληλο * + φάγος < ἔφαγον, αόρ. του ρ. ἔσθίω. ΠΑΡ. ἀλληλοφαγία αρχ. ἀλληλοφαγῶ] … Dictionary of Greek