-
1 αλληλοπάθειαν
-
2 ἀλληλοπάθειαν
См. также в других словарях:
ἀλληλοπάθειαν — ἀλληλοπάθεια subjection to mutualingluence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλληλοπάθειαν
2 ἀλληλοπάθειαν
ἀλληλοπάθειαν — ἀλληλοπάθεια subjection to mutualingluence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)