Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλληλοκτόνος

См. также в других словарях:

  • αλληλοκτόνος — ἀλληλοκτόνος, ον (Α) 1. (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία καταστροφή 2. (για πρόσωπα στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλοκτόνοι αυτοί που φονεύουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + κτόνος < κτείνω < α. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀλληλοκτόνος — producing mutual slaughter masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλοκτόνοι — ἀλληλοκτόνος producing mutual slaughter masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλοκτόνους — ἀλληλοκτόνος producing mutual slaughter masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλοκτόνων — ἀλληλοκτόνος producing mutual slaughter masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκτονία — η (Α ἀλληλοκτονία) [ἀλληλοκτόνος] αμοιβαίος φόνος, αλληλοσκοτωμός, αλληλοσφαγή, αλληλοσπαραγμός …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκτονώ — ἀλληλοκτονῶ ( έω) (Α) [ἀλληλοκτόνος] αλληλοφονεύομαι, αλληλοσκοτώνομαι (ωστόσο τον τύπο άλληλοκτονέουσιν μερικοί διορθώνουν σε ἀλληλοκτονεύουσιν) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»