-
1 αλληλογραφίας
ἀλληλογραφίᾱς, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem acc plἀλληλογραφίᾱς, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἀλληλογραφίας
ἀλληλογραφίᾱς, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem acc plἀλληλογραφίᾱς, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 бумага
1. (для письма, печати и т.д.) το χαρτίватманская - см. ватман- σατενέкопировальная - ο χημικός χάρτης, разг. το καρμπόν (ξεν.)лакмусовая - ο χάρτης/το χαρτί ηλιοτροπίουматовая - ματ (ξεν.)миллиметровая - см. миллиметровканаждачная - το σμυριδόχαρτο, το γυαλόχαρτοпочтовая - αλληλογραφίας, το επιστολόχαρτοчертёжно-ко-пировальная - σχεδίασης/ιχνογραφίας2. (документ) το έγγραφο 3. -и (ценные) эк. мн. τα χρεώγραφαлегкореализуемые - εμπορεύσιμα -, διαπραγματεύσιμα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бумага
-
4 αλληλογραφία
η переписка; корреспонденция;εκπαίδευση με αλληλογραφία ( — или δι· αλληλογραφίας) — заочное обучение;
έχω αλληλογραφία με κάποιον — состоять, быть в переписке, переписываться с кем-л.
-
5 correspondence course
(a course of lessons by post: a correspondence course in accountancy.) μαθήματα δι' αλληλογραφίας -
6 notepaper
noun (paper for writing letters.) χαρτί αλληλογραφίας -
7 pen-friend
nouns (a usually young person (usually living abroad) with whom another (usually young) person regularly exchanges letters: My daughter has pen-friends in India and Spain.) φίλος μέσω αλληλογραφίας -
8 pen-pal
nouns (a usually young person (usually living abroad) with whom another (usually young) person regularly exchanges letters: My daughter has pen-friends in India and Spain.) φίλος μέσω αλληλογραφίας -
9 writing-paper
noun (paper for writing letters etc on: writing-paper and envelopes.) χαρτί αλληλογραφίας -
10 письмоводительство
-а ουδ. (απλ.) διεκπεραίωση αλληλογραφίας.
См. также в других словарях:
ἀλληλογραφίας — ἀλληλογραφίᾱς , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem acc pl ἀλληλογραφίᾱς , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο — (e mail). Πρόκειται για ένα σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων και αρχείων σε ηλεκτρονική μορφή μέσω υπολογιστών ευρισκομένων σε τοπικά ή ευρείας περιοχής δίκτυα. Η μεγάλη διάδοση και χρήση του Ίντερνετ βοήθησε πολύ στην καθιέρωση του η.τ., καθώς δίνει … Dictionary of Greek
απόρρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ανακοινώνεται, μυστικός, κρυφός: Η έκθεση του ανακριτή δε δημοσιεύτηκε, γιατί ήταν απόρρητη. Το ουδ. ως ουσ., το απόρρητο το μυστικό: Στις δημοκρατικές χώρες υπάρχει το λεγόμενο «απόρρητο της αλληλογραφίας» (δηλ. δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόρρητος — η, ο (AM ἀπόρρητος, ον) [ρητός] 1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») για κρατικούς λειτουργούς,… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
γραμματέας — και γραμματεύς, ο, η (AM γραμματεύς) [γράμμα] δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ο οποίος εκτελεί γραφική υπηρεσία ή είναι υπεύθυνος για την τήρηση τών πρακτικών ή τη διεκπεραίωση τής αλληλογραφίας νεοελλ. φρ. «Γενικός Γραμματέας» αξιωματούχος… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
μηχανόσημο — το συγκεκριμένο και καθορισμένο από πριν επισήμασμα που μπαίνει αντί για γραμματόσημο σε επιστολές με μηχανές προπληρωμής ταχυδρομικού τέλους, οι οποίες, με την άδεια τών Ταχυδρομείων, χρησιμοποιούνται από διάφορες μεγάλες εταιρείες, τράπεζες και … Dictionary of Greek