-
1 αλλεπαλληλία
ἀλλεπαλληλίᾱ, ἀλλεπαλληλίαaccumulation: fem nom /voc /acc dualἀλλεπαλληλίᾱ, ἀλλεπαλληλίαaccumulation: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀλλεπαλληλίᾱͅ, ἀλλεπαλληλίαaccumulation: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀλλεπαλληλία
ἀλλεπαλληλία, ἡ,A accumulation, Eust.12.3. [full] ἀλλεπάλληλος, ον, one upon another, successive,ῥανίδες EM702.20
; νῆσσαι Sch.Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συν-ομ-ήλικες) EM291.37; τὸ ἀ. accumulation, Paus.9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett. Val.331.22; constantly changing,ἀποτελέσματα 243.29
. Adv. - ως in varied style, 272.23:—also, in layers, of stones, Arg.E.Ph.:—perh. to be written divisim ἄλλ' ἐπ., Alciphr.Fr.6.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλεπαλληλία
-
3 ἀλλεπαλληλία
Βλ. λ. αλλεπαλληλία -
4 ἀλλεπαλληλίᾳ
Βλ. λ. αλλεπαλληλία -
5 αλλεπαλληλίας
ἀλλεπαλληλίᾱς, ἀλλεπαλληλίαaccumulation: fem acc plἀλλεπαλληλίᾱς, ἀλλεπαλληλίαaccumulation: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀλλεπαλληλίας
ἀλλεπαλληλίᾱς, ἀλλεπαλληλίαaccumulation: fem acc plἀλλεπαλληλίᾱς, ἀλλεπαλληλίαaccumulation: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 αλλεπαλληλίαι
-
8 ἀλλεπαλληλίαι
-
9 αλλεπαλληλίαν
-
10 ἀλλεπαλληλίαν
См. также в других словарях:
ἀλλεπαλληλία — ἀλλεπαλληλίᾱ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem nom/voc/acc dual ἀλλεπαλληλίᾱ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπαλληλίᾳ — ἀλλεπαλληλίᾱͅ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλεπαλληλία — η (Μ ἀλλεπαλληλία) [ἀλλεπάλληλος] αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή … Dictionary of Greek
ἀλλεπαλληλίας — ἀλλεπαλληλίᾱς , ἀλλεπαλληλία accumulation fem acc pl ἀλλεπαλληλίᾱς , ἀλλεπαλληλία accumulation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπαλληλίαι — ἀλλεπαλληλίᾱͅ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπαλληλίαν — ἀλλεπαλληλίᾱν , ἀλλεπαλληλία accumulation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλεπάλληλος — η, ο (Α ἀλλεπάλληλος, ον) ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός αρχ. 1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον 3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως κατά σωρούς, σωρηδόν.… … Dictionary of Greek
αλληλοδιαδοχή — η το να διαδέχεται ο ένας τον άλλον, διαδοχική εναλλαγή, αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαδοχή] … Dictionary of Greek
διαδοχικότητα — η 1. το να γίνεται κάτι διαδοχικά 2. το να είναι κάτι διαδοχικό, η αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 σε χειρόγραφα τού συλλόγου «Κοραής» στην Αθήνα] … Dictionary of Greek