Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλλεπαλληλία

См. также в других словарях:

  • ἀλλεπαλληλία — ἀλλεπαλληλίᾱ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem nom/voc/acc dual ἀλλεπαλληλίᾱ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλεπαλληλίᾳ — ἀλλεπαλληλίᾱͅ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλεπαλληλία — η (Μ ἀλλεπαλληλία) [ἀλλεπάλληλος] αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή …   Dictionary of Greek

  • ἀλλεπαλληλίας — ἀλλεπαλληλίᾱς , ἀλλεπαλληλία accumulation fem acc pl ἀλλεπαλληλίᾱς , ἀλλεπαλληλία accumulation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλεπαλληλίαι — ἀλλεπαλληλίᾱͅ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλεπαλληλίαν — ἀλλεπαλληλίᾱν , ἀλλεπαλληλία accumulation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλεπάλληλος — η, ο (Α ἀλλεπάλληλος, ον) ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός αρχ. 1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον 3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως κατά σωρούς, σωρηδόν.… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοδιαδοχή — η το να διαδέχεται ο ένας τον άλλον, διαδοχική εναλλαγή, αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαδοχή] …   Dictionary of Greek

  • διαδοχικότητα — η 1. το να γίνεται κάτι διαδοχικά 2. το να είναι κάτι διαδοχικό, η αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 σε χειρόγραφα τού συλλόγου «Κοραής» στην Αθήνα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»